στερρότατα

στερρότατα
στερρός
firm
adverbial superl
στερρός
firm
neut nom/voc/acc superl pl
στερρός
firm
adverbial superl
στερρός
firm
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στερροτάτας — στερροτάτᾱς , στερρός firm fem acc superl pl στερροτάτᾱς , στερρός firm fem gen superl sg (doric aeolic) στερροτάτᾱς , στερρός firm fem acc superl pl στερροτάτᾱς , στερρός firm fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”